Μάρωνος

Μάρωνος
Μάρων
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαρωνίτης — ο (ως κύριο ον.) στον πληθ. οι Μαρωνίτες οπαδοί χριστιανικής αίρεσης τού Λιβάνου, αρχικά, και πιστοί τής Μαρωνιτικής Εκκλησίας, αργότερα, η οποία ανήκει στον Ρωμαιοκαθολικισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το όν. τού αγίου Μάρωνος, που λατρεύεται στον Λίβανο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”